- ακτίνη
- Πρωτεΐνη. Βλ. λ. πρωτεΐνες· ακτομυοσίνη· μυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκτίνα — ἀκτίνᾱ , ἄκτινος of elder wood fem nom/voc/acc dual ἀκτίνᾱ , ἄκτινος of elder wood fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀκτίνᾱ , ἀκτίνη fem nom/voc/acc dual ἀκτίνᾱ , ἀκτίνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτίνας — ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἄκτινος of elder wood fem gen sg (doric aeolic) ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem acc pl ἀκτίνᾱς , ἀκτίνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
ἀκτίνην — ἄκτινος of elder wood fem acc sg (attic epic ionic) ἀκτίνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)